- λεπίδος
- λεπίςepithelial debrisfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λέπιδος, Μάρκος Αιμίλιος — (Marcus Aemilius Lepidus). Όνομα οικογένειας πολιτικών της ρωμαϊκής εποχής. 1. Ρωμαίος πολιτικός (120; – Σαρδηνία 77 π.Χ.). Ήταν πολιτικός σύμμαχος του Λεύκιου Κορνήλιου Σύλλα (82 79), αλλά μετά τον θάνατο του τελευταίου προσπάθησε να υπονομεύσει … Dictionary of Greek
Αιμίλιος Λέπιδος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Ύπατος το 187 π.Χ., ποντίφηκας το 180, ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα στην κατασκευή οδών και στην ίδρυση αποικιών. Το 183 έγινε μέλος της Τριανδρίας. 2. Α.Λ. Πορκίνας. Ύπατος το 137 π.Χ. Ο Κικέρων… … Dictionary of Greek
Чешуекрылые — Запрос «Бабочка» перенаправляется сюда; см. также другие значения. Чешуекрылые … Википедия
Flügel (Insekt) — Die Beschäftigung mit dem Insektenflügel gehört zu den zentralen Themen der Entomologie, der Lehre von den Insekten. Das Verständnis seiner Entstehung und seiner Formenvielfalt stellt eine große Herausforderung für viele biologische… … Deutsch Wikipedia
Insektenflügel — Die Beschäftigung mit dem Insektenflügel gehört zu den zentralen Themen der Entomologie, der Lehre von den Insekten. Das Verständnis seiner Entstehung und seiner Formenvielfalt stellt eine große Herausforderung für viele biologische… … Deutsch Wikipedia
Лепидоптерология — Часть зоологии Раздел энтомологии Лепидоптерология … Википедия
Систематика чешуекрылых — … Википедия
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
τριανδρία — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται A και κοντά στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (1 τ. χλμ.). * * * η, Ν 1. (ιδίως στην αρχαία Ρώμη) εξουσία τριών ανδρών, αλλ. τριαρχία 2. οι τρεις άνδρες που… … Dictionary of Greek
Αγριππίνα — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. η πρεσβύτερη (14 π.Χ. – 33 μ.Χ.). Κόρη του Μάρκου Βιψάνιου Αγρίππα και της Ιουλίας, κόρης του Οκταβιανού Αυγούστου. Παντρεύτηκε τον δεύτερο εξάδελφό της Γερμανικό, γύρω στο 5 μ.Χ. Τον ακολούθησε σε όλες σχεδόν τις… … Dictionary of Greek